Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οἱ ὑπὸ γῆν

См. также в других словарях:

  • σηραγγώ — όω, Α [σῆραγξ, αγγος] 1. καθιστώ κάτι σηραγγώδες, σπογγώδες 2. παθ. σηραγγοῡμαι, όομαι γίνομαι κοίλος, κούφιος («πολλὰ περὶ γῆν τε καὶ ὑπὸ γῆν σηραγγοῡται», Ηλιόδ.) …   Dictionary of Greek

  • IORDANES — I. IORDANES Cos. cum Severo, A. U. C. 1223. II. IORDANES Domivus Ins. in aquitania, variorum criminum accusatus, occidit apparitorem, a quo, ut Parlamento se sisteret, vocatusest. Hinc caudae equi primo alligatus, postmadum suspendio seclus eluit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ANTARCTICUS — polus Australis, Arctico oppositus, qui terrae obiectus a nobis cerni non poetst. A nostris Meridionalis vulgo dicitur. Virg. Georg. l. 1. v. 240. Mundus, ut ad Scythiam, Riphaeasque arduus arces Consurgit, premitur Libyae devexus in Austros. Hic …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αννέομαι — ἀννέομαι (Α) ανατέλλω («Οὐδ ὅπῃ ἠέλιος φαεσίμβροτος εἶσιν ὑπὸ γῆν, οὐδ ὅπῃ ἀννεῖται» Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. του ανανέομαι «ανατέλλω»] …   Dictionary of Greek

  • μεσουράνημα — και μεσουράνισμα, το (ΑM μεσουράνημα, Μ και μεσουράνισμα) [μεσουρανώ] η θέση τού Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο μέσο τού ουρανού («εἶτ ἐπιβαίνειν πάλιν ἕως τοῡ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», Στράβ.) νεοελλ. μτφ. το ύψιστο σημείο ακμής, ο Κολοφώνας, το… …   Dictionary of Greek

  • γεωκαρπία — Το φαινόμενο κατά το οποίο ορισμένα φυτά, τα οποία ονομάζονται γεωκαρπικά, ωριμάζουν τους καρπούς τους κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Χαρακτηριστικό φυτό αυτής της κατηγορίας είναι η αραχίδα, το γνωστό μας αράπικο φιστίκι. Στα γεωκαρπικά… …   Dictionary of Greek

  • Λυγκέας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Αφαρητιάδες, γιος του Aφαρέα και της Αρήνας και αδελφός του Ίδα, με τον οποίο αποτελούσε ένα θεϊκό ζευγάρι διδύμων. Ο Παυσανίας αναφέρει (Δ’, 2,5) ότι και οι δύο αδελφοί ζούσαν στην Αρήνη, πόλη της… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»